- σκληροτάτη
- σκληρόςhardfem nom/voc superl sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Λέιντεν — (Leiden). Πόλη (117.170 κάτ. το 2002) της Ολλανδίας, στην επαρχία της Νότιας Ολλανδίας (Zuid Holland, 3.445 τ. χλμ. 2.559.477 κάτ.). Είναι χτισμένη στον ποταμό Όουντε Ράιν, βραχίονα του Ρήνου, που έχει μεταβληθεί σε διώρυγα, σε μικρή απόσταση από … Dictionary of Greek
ξάρτι — το 1. συνήθ. στον πληθ., ξάρτια τα σκοινιά των καταρτιών και το σύνολο των εξαρτημάτων του καταστρώματος πλοίου: Σε σκληρότατη θάλασσα τρέχω και πανάκι και ξάρτι δεν έχω (Σολωμός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)